ηλεκτρο-μυογράφημα (ΗΜΓ) (electro-myogram ή EMG) εξέταση που αποτελεί μέρος του νευροφυσιολογικού ελέγχου και καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα του υπό εξέταση μυός. Πολλές φορές, λέγοντας «ηλεκτρομυογράφημα» εννοούμε (λανθασμένα) το νευροφυσιολογικό έλεγχο, μέρος του οποίου αποτελεί το ΗΜΓ.
ημιανοψία (hemianopsia ή hemianopia) εξάλειψη του μισού οπτικού πεδίου από κάθε μάτι. Προκαλείται από όγκους εγκεφάλου, εγκεφαλική αιμορραγία κλπ. Επίσης προκαλείται από αδενώματα της υπόφυσης.
ημιπάρεση (hemiparesis) μερική μυϊκή αδυναμία στο μισό μέρος του σώματος. Παράδειγμα : δεξιά ημιπάρεση έχει ένας ασθενής που κινεί μεν το δεξί χέρι και το δεξί πόδι, αλλά όχι με τη δύναμη που έχει η αριστερή του πλευρά. Η ημιπάρεση οφείλεται σε παθήσεις του εγκεφάλου και σπανιότερα του αυχένα.
ημιπληγία (hemiplegia) πλήρης μυϊκή αδυναμία (παράλυση) στο μισό μέρος του σώματος. Παράδειγμα : δεξιά ημιπληγία έχει ένας ασθενής που έχει παράλυτο το δεξί χέρι και το δεξί πόδι. Η ημιπληγία οφείλεται σε παθήσεις του εγκεφάλου και σπανιότερα του αυχένα.
ημικρανία (migraine) συχνή μορφή ιδιαίτερα δυνατού πονοκεφάλου, με εντόπιση στο μισό μέρος του κεφαλιού. Αντιμετωπίζεται με ειδικά φάρμακα (δηλ. όχι με τα κοινά παυσίπονα. Κάθε πονοκέφαλος με εντόπιση στο μισό μέρος του κεφαλιού, δεν είναι ημικρανία. Η εξέταση από Νευρολόγο είναι απαραίτητη σε κάθε πονοκέφαλο, όσο αθώος κι αν φαίνεται.
ημισφαίριο εγκεφαλικό (cerebral hemisphere) το μισό τμήμα του εγκεφάλου. Τα δύο ημισφαίρια, είναι όμοια μορφολογικά, αλλά διαφορετικά ως προς τη λειτουργία τους και χωρίζονται στο επικρατές (dominant) και το μη επικρατές (non-dominant) ημισφαίριο.
θηλή οπτική (optic disc) το οπτικό νεύρο όπως εμφανίζεται στη βυθοσκόπηση. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση «οίδημα οπτικής θηλής» (papilledema), που συνήθως σημαίνει αυξημένη ενδοκρανιακή πίεση.
θρόμβωση (thrombosis) απόφραξη ενός αγγείου από θρόμβο. Μπορεί να συμβεί οπουδήποτε στο σώμα, σε αρτηρίες αλλά και σε φλέβες. Πολύ γνωστά είδη θρόμβωσης είναι το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ισχαιμικού τύπου).
θρόμβωση φλεβικού κόλπου (cerebrovascular venous thrombosis) σπάνια μορφή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, κατά την οποία θρομβώνεται και αποφράσσεται μια μεγάλη αποχετευτική φλέβα του εγκεφάλου. Ανάλογα με την έκταση της θρόμβωσης, η κλινική εικόνα κυμαίνεται από απλό πονοκέφαλο έως επιληπτικές κρίσεις και βαριά κωματώδη κατάσταση.
ιδιοπαθής (idiopathic) χωρίς κάποια γνωστή υποκείμενη αιτία. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο «δευτεροπαθής» που σημαίνει «οφειλόμενος σε κάποιο υποκείμενο αίτιο». Πολλά κοινά νοσήματα και συμπτώματα είναι ιδιοπαθή. Παράδειγμα : η αρτηριακή πίεση, είναι νόσος συνηθέστατα ιδιοπαθής, δηλ. δεν υπάρχει κάποιο γνωστό αίτιο που την προκαλεί. Σπανιότατα υπάρχει κάποια άλλη νόσος από κάτω πχ νόσος των νεφρών, του θυρεοειδούς κ.ο.κ.
ίλιγγος (vertigo) αίσθημα μετακίνησης, είτε του σώματος είτε του περιβάλλοντος. Βλ ζάλη και ίλιγγος.
ινώδης δακτύλιος (annulus fibrosus) το εξωτερικό περίβλημα του μεσοσπονδυλίου δίσκου.
ιππόκαμπος (hippocampus) περιοχή του κροταφικού λοβού, με κύρια αποστολή τη λειτουργία της μνήμης και τον προσανατολισμό στο χώρο. Να σημειωθεί η «σκλήρυνση του ιπποκάμπου», η οποία είναι μια σπάνια αλλά ιάσιμη (με νευροχειρουργική επέμβαση) μορφή επιληψίας.
ιππουριδική συνδρομή (cauda equine syndrome) η παράλυση και των δύο ποδιών, σε συνδυασμό με την διαταραχή της ούρησης. Επίσης υπάρχει "υπαισθησία τύπου σέλλας" (δηλ. μούδιασμα στην περιοχή των γεννητικών οργάνων). Οφείλεται κατά κανόνα σε μεγάλη οσφυϊκή δισκοκήλη. Είναι επικίνδυνη κατάσταση και απαιτεί επείγουσα νευροχειρουργική επέμβαση.
ίππουρις (cauda equina) το σύνολο των νεύρων που κατεβαίνουν μέσα στο σπονδυλικό σωλήνα, στην περιοχή της οσφύος (μέσης) με μορφή σαν την ουρά του αλόγου (εξ’ ου η λέξη ίππουρις).
ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο (ischemic stroke) μορφή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου κατά την οποία αποφράσσεται ένα αγγείο του εγκεφάλου και η περιοχή που αντιστοιχεί σε αυτό το αγγείο νεκρώνεται, με αποτέλεσμα να προκύπτει νευρολογικό έλλειμμα πχ αδυναμία στο χέρι ή το πόδι, δυσκολία στην ομιλία κλπ.
καρβαμαζεπίνη (carbamazepine) αντιεπιληπτικό φάρμακο ιδίως κατάλληλο για τις εστιακές επιληπτικές κρίσεις. Βλ αντιεπιληπτικά φάρμακα.
καρωτίδα αρτηρία (carotid artery) μεγάλης σημασίας αρτηρία που τροφοδοτεί τον εγκέφαλο και ειδικά το πρόσθιο τμήμα του. Υπάρχουν δύο καρωτίδες, μια δεξιά και μια αριστερά.
καρωτιδο-σηραγγώδης επικοινωνία (carotid-cavernous fistula) μη φυσιολογική επικοινωνία ανάμεσα στην καρωτίδα αρτηρία και ένα σύνολο φλεβών του εγκεφάλου που λέγεται σηραγγώδης κόλπος. Το αίμα πηγαίνει κατ’ ευθείαν από το αρτηριακό στο φλεβικό σύστημα. Συνήθως προκύπτει από ένα χτύπημα στο κεφάλι.
κάταγμα κρανίου (skull fracture) κάκωση των οστών της κεφαλής. Βλ. κάκωση κεφαλής.
κεφαλαλγία (headache) άλλη λέξη για τον πονοκέφαλο. Βλ την ενότητα πονοκέφαλος.
κεφαλαλγία αθροιστική (cluster headache) πολύ δυνατός πονοκέφαλος, με εντόπιση γύρω από το μάτι. Βλ την ενότητα αθροιστική κεφαλαλγία.
κεφαλαλγία τάσης (tension headache) η συχνότερη μορφή πονοκεφάλου. Βλ την ενότητα κεφαλαλγία τάσης.
κλοναζεπίνη (clonazepine) είδος αντιεπιληπτικού φαρμάκου.
κλόνος (clonus) μια σειρά από ακούσιες μυϊκές συσπάσεις, που προκύπτουν στη νευρολογική εξέταση όταν τεντώνουμε απότομα ένα μυ. Δεν είναι φυσιολογικό φαινόμενο. Χαρακτηριστικός είναι ο κλόνος στο άκρο πόδι, στην περιοχή του αστραγάλου. Όταν εμφανίζεται, υποδηλοί βλάβη στον εγκέφαλο ή τη σπονδυλική στήλη πχ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, πολλαπλή σκλήρυνση, αυχενική μυελοπάθεια κλπ
κνημιαίο νεύρο (tibial nerve) ένας από τους δύο κλάδους του ισχιακού νεύρου στο πόδι.
κοινό κινητικό νεύρο (oculomotor nerve) είναι το 3ο κρανιακό νεύρο. Ελέγχει διάφορους μυς που, εκτός των άλλων κινούν το βολβό του ματιού. Η πάρεση του κοινού κινητικού νεύρου, είναι συνήθως σημείο σοβαρής νευρολογικής νόσου (πχ ανεύρυσμα ) και έχει την εξής χαρακτηριστική εικόνα : ο ασθενής έχει πτώση του άνω βλεφάρου (δηλ. το ένα του μάτι είναι σχεδόν κλειστό), μυδρίαση και στροφή του οφθαλμού προς τα κάτω και έξω.
κρανιοφαρυγγίωμα (craniopharyngioma) σπάνιος όγκος, που εντοπίζεται στο κέντρο του εγκεφάλου, πάνω από το οπτικό χίασμα. Εμφανίζεται συνήθως σε παιδιά και νέους ανθρώπους. Είναι καλοήθης όγκος και αναπτύσσεται πολύ αργά, αλλά η δυσκολία στην χειρουργική του αφαίρεση κάνει την πρόγνωση επιφυλακτική. Προκαλεί οπτικές και υποφυσιακές διαταραχές. Επίσης επηρεάζει τη λειτουργία του υποθαλάμου, με αποτέλεσμα να προκαλείται πολυουρία (άποιος διαβήτης ), υπερφαγία κλπ
κώμα (coma) ένας ασθενής βρίσκεται σε κώμα όταν δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον, δεν ανταποκρίνεται στην ομιλία, τον πόνο, το θόρυβο, το φως κλπ. Ο ασθενής μπορεί να κάνει ακούσιες – αυτόματες κινήσεις, αλλά δεν έχει σκόπιμη κινητικότητα. Το κώμα μπορεί να οφείλεται σε υπογλυκαιμία, κάκωση κεφαλής, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, δηλητηρίαση με φάρμακα, υπερβολική δόση αλκοόλ ή άλλων ευφοριογόνων ουσιών κ.ο.κ. Η εγκεφαλική αιμορραγία (είτε αυτόματη, είτε μετά από ένα χτύπημα στο κεφάλι ) και ο οξύς υδροκέφαλος είναι δύο αίτια κώματος που χρειάζονται άμεση νευροχειρουργική επέμβαση.
κωνάριο (pineal gland) ή επίφυση. Μικροσκοπικός ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο κέντρο του εγκεφάλου και παράγει την ορμόνη μελατονίνη. Το λατινικό όνομά του οφείλεται στο σχήμα του (θυμίζει κουκουνάρι = pine).
λαμοτριγίνη (lamotrigine) αντιεπιληπτικό φάρμακο. Βλ. την ενότητα αντιεπιληπτικά φάρμακα.
λευκή ουσία (white matter) είναι το μέρος του κεντρικού νευρικού συστήματος που αποτελείται από τους άξονες (νευράξονες) δηλ. τις μακριές και λεπτές προεξοχές των νευρικών κυττάρων. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο φαιά ουσία, που αποτελείται από τους πυρήνες των νευρικών κυττάρων.
λοβός εγκεφαλικός (cerebral lobe) ένα μέρος του εγκεφάλου, όπως ορίζεται με διάφορα τοπογραφικά κριτήρια. Υπάρχουν 4 λοβοί σε κάθε ημισφαίριο του εγκεφάλου : ο μετωπιαίος, ο βρεγματικός, ο ινιακός και ο κροταφικός.
μαγνητική τομογραφία (magnetic resonance imaging ή MRI) απεικονιστική εξέταση. Βλ. την ενότητα μαγνητική τομογραφία.
μαγνητική αγγειογραφία (magnetic resonance angiography ή MRA) πρόκειται για ένα είδος μαγνητικής τομογραφίας στο οποίο απεικονίζονται τα αγγεία του εγκεφάλου. Είναι λιγότερο ακριβής εξέταση από την ψηφιακή αγγειογραφία, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν έχει ακτινοβολία.
μαγνητική φασματοσκοπία (magnetic resonance spectroscopy ή MRS) είδος μαγνητικής τομογραφίας που δίνει πληροφορίες για τη βιοχημική σύσταση μιας περιοχής στον εγκέφαλο. Στην πράξη, όταν ανευρίσκεται μία ύποπτη εστία στον εγκέφαλο, η φασματοσκοπία μπορεί να μας δώσει ενδείξεις αν πρόκειται για όγκο (καλοήθη ή κακοήθη), απόστημα κλπ. Δηλ. η φασματοσκοπία είναι κάτι σαν "αναίμακτη βιοψία".
μέσο νεύρο μεγάλο νεύρο του άνω άκρου, που νευρώνει πολλούς μύες στην περιοχή του χεριού. Βλ. την ενότητα σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα.
μετωπιαίος λοβός (frontal lobe) ο λοβός του εγκεφάλου που βρίσκεται πίσω από το μέτωπο.
μήνιγγα ο εγκέφαλος περιβάλλεται από 3 μήνιγγες : η εξωτερική που είναι και η πιο παχιά (σκληρά μήνιγγα, dura mater), η μέση (αραχνοειδής μήνιγγα, arachnoid) και η εσωτερική που είναι και η πιο λεπτή (χοριοειδής μήνιγγα, pia mater). Ανάμεσα σε 2 γειτονικές μήνιγγες, ορίζουμε τον χώρο με ένα ξεχωριστό όνομα. Παράδειγμα : ο χώρος πάνω από τη σκληρά μήνιγγα λέγεται επισκληρίδιος (epidural space), ο χώρος ανάμεσα στην σκληρά και την αραχνοειδή λέγεται υποσκληρίδιος (subdural space) και ο χώρος ανάμεσα στην αραχνοειδή και τη χοριοειδή λέγεται υπαραχνοειδής (subarachnoid space). Με ανάλογο τρόπο ονομάζουμε και τα αιματώματα που προκύπτουν στους χώρους αυτούς πχ επισκληρίδιο αιμάτωμα, υποσκληρίδιο αιμάτωμα, υπαραχνοειδής αιμορραγία κ.ο.κ.
μηνιγγίτιδα (meningitis) λοίμωξη του κεντρικού νευρικού συστήματος. Προκαλείται συνήθως από βακτήρια και ιούς. Εκδηλώνεται με υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, εμετούς, λήθαργο, και αυχενική δυσκαμψία. Σε μικρά παιδιά και ηλικιωμένους, η κλινική εικόνα μπορεί να είναι ασαφής και ως εκ τούτου παραπλανητική. Η διάγνωση μπαίνει με την οσφυονωτιαία παρακέντηση, όπου ανευρίσκονται τα μικρόβια και τα αντιδραστικά λευκοκύτταρα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Η θεραπεία είναι φαρμακευτική. Η νόσος είναι πολύ επικίνδυνη και κάθε ασθενής με συμπτώματα που θυμίζουν μηνιγγίτιδα πρέπει αμέσως να μεταφέρεται στο Νοσοκομείο. Η θεραπεία είναι φαρμακευτική. Η νόσος εκτός από τον κίνδυνο για τη ζωή, μπορεί να έχει και άλλες επιπλοκές όπως κώφωση, υδροκέφαλο, επιληπτικές κρίσεις, γνωσιακές διαταραχές κ.ο.κ.
μηνιγγίωμα (menigioma) καλοήθης όγκος εγκεφάλου. Βλ. την ενότητα μηνιγγίωμα.
μηριαίο νεύρο (femoral nerve) μεγάλο νεύρο του ποδιού, κλάδος του οσφυϊκού πλέγματος. Ελέγχει κυρίως τον τετρακέφαλο μυ, που εκτείνει (τεντώνει) το γόνατο.
μυδρίαση (mydriasis) η αύξηση του μεγέθους της κόρης του ματιού. Στην κλινική πράξη, η μυδρίαση σε ένα από τα δύο μάτια (ανισοκορία ) παρατηρείται σε πολύ επικίνδυνες καταστάσεις, όπως πχ όταν ένα μεγάλο αιμάτωμα πιέζει τον εγκέφαλο και απειλεί τη ζωή. Ασθενής σε κωματώδη κατάσταση και με μυδρίαση και στα δύο μάτια, είναι σε σοβαρότατο κίνδυνο για τη ζωή του. Μυδρίαση (παροδική) προκαλούν και τα γνωστά μυδριατικά κολλύρια που χρησιμοποιούν οι οφθαλμίατροι για να εξετάσουν καλύτερα το μάτι.
μυοκλονία (myoclonus ή myoclonia) η ακούσια σύσπαση ενός μυός ή μιας ομάδας μυών. Είναι εκδήλωση φυσιολογικών (πχ ύπνος) αλλά και παθολογικών καταστάσεων (πχ πολλαπλή σκλήρυνση ).
μυοπάθεια (myopathy) γενικός όρος που περιγράφει μυϊκές παθήσεις. Εκδηλώνεται με μυϊκή αδυναμία, σπασμούς και εύκολη κόπωση. Αίτια : συγγενή, ραβδομυόλυση, πολυμυοσίτιδα, αλκοολική μυοπάθεια, φάρμακα πχ στατίνες κ.ο.κ.
► καλέστε στο 210 220 1617 (όλο το 24ωρο, 365 ημέρες το χρόνο) και ζητείστε ένα ραντεβού με ένα γιατρό του Neurocenter.gr