αγγειακή δυσπλασία (vascular malformation) ανωμαλία στη διαμόρφωση ενός αγγείου, εν προκειμένω στον εγκέφαλο. Οι αγγειακές δυσπλασίες εμφανίζονται συνήθως κατά τη γέννηση και αναπτύσσονται με την πάροδο του χρόνου. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι η ρήξη της δυσπλασίας και η πρόκληση εγκεφαλικής αιμορραγίας. Οι αγγειακές δυσπλασίες χωρίζονται σε :
1. αρτηριοφλεβικές δυσπλασίες (A.V.M. = arteriovenous malformations)
2. σηραγγώδη αιμαγγειώματα (cavernomas)
3. τριχοειδείς τηλαγγειεκτασίες
4. φλεβικά αγγειώματα
5. αρτηριοφλεβικές επικοινωνίες πχ μηνιγγική fistula, καρωτιδο-σηραγγώδης επικοινωνία.
* οι αγγειακές δυσπλασίες αντιμετωπίζονται με εμβολισμό, χειρουργική επέμβαση ή στερεοτακτική ακτινοχειρουργική.
αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (stroke) προκαλείται είτε από την απόφραξη ενός αγγείου (ισχαιμικό επεισόδιο ), είτε από τη ρήξη του (εγκεφαλική αιμορραγία ). Εκδηλώνεται με την απότομη εμφάνιση ενός νευρολογικού συμπτώματος, πχ αδυναμία στο χέρι, στο πόδι, δυσκολία στην ομιλία, ελάττωση της όρασης κ.ο.κ. Αν το σύμπτωμα παραμείνει (εγκατασταθεί) τότε μιλάμε για εγκατεστημένο επεισόδιο, αλλιώς πρόκειται για παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο. Το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο είναι μία από τις πιό συχνές αιτίες θανάτου στις δυτικές κοινωνίες. Γνωστοί παράγοντες κινδύνου για ένα τέτοιο επεισόδιο είναι η αρτηριακή υπέρταση, το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υψηλή χοληστερίνη κ.ο.κ. Βλ τις ενότητες αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και εγκεφαλική αιμορραγία.
αγγειογραφία (angiography) απεικονιστική μέθοδος που αναδεικνύει τα αγγεία του εγκεφάλου, αρτηρίες και φλέβες. Υπάρχει η ψηφιακή αγγειογραφία (digital substraction angiography ή DSA) και η μαγνητική αγγειογραφία (MRA) και αξονική αγγειογραφία (CTA). Οι 2 τελευταίες δεν είναι τόσο ακριβείς όσο η κλασική ψηφιακή αγγειογραφία, η οποία όμως είναι επεμβατική μέθοδος. Βλ. την ενότητα αγγειογραφία.
αγραφία (agraphia) η δυσκολία στη γραφή.
αδένωμα υπόφυσης (pituitary adenoma) καλοήθης όγκος εγκεφάλου. Βλ. αδένωμα υπόφυσης.
αιθουσαίο νεύρο (vestibular nerve) είναι το 8ο κρανιακό νεύρο (το ένα τμήμα του – το άλλο είναι το ακουστικό νεύρο) που ελέγχει την ισορροπία.
αιμάτωμα (hematoma) το σύνολο του αίματος που μαζεύεται σε μια περιοχή του σώματος. Στη νευροχειρουργική, το αιμάτωμα μέσα στον εγκέφαλο ονομάζεται ενδοεγκεφαλικό (intracerebral hematoma), κάτω από την σκληρά μήνιγγα ονομάζεται υποσκληρίδιο (subdural hematoma) και πάνω από τη σκληρά μήνιγγα, επισκληρίδιο (epidural hematoma). Το αίμα πήζει μέσα σε 8-10 λεπτά (εκτός αν κάποιος παίρνει αντιπηκτικά φάρμακα, σαλοσπίρη κλπ οπότε πήζει σε 20 ή και 30 λεπτά) και έτσι έχει στερεή μορφή (θρόμβος αίματος, blood clot). Μετά από 2-3 εβδομάδες το αιμάτωμα ρευστοποιείται και γίνεται σε χρώμα και σε υφή σαν το τσάι.
αιμορραγία (hemorrhage) η έξοδος αίματος από ρήξη ενός αγγείου. Στη κλινική πράξη, ο όρος αιμορραγία χρησιμοποιείται συχνά αντί του όρου αιμάτωμα, και το αντίστροφο. Βλ. εγκεφαλική αιμορραγία και υπαραχνοειδής αιμορραγία.
αιμωδία άλλη ονομασία για το μούδιασμα. Βλ την ενότητα μούδιασμα στο χέρι ή το πόδι.
ακεταζολαμίδη (acetazolamide) φάρμακο που χρησιμοποιείται για να ελαττωθεί η παραγωγή του εγκεφαλονωτιαίου υγρού πχ σε ιδιοπαθή ενδοκράνια υπέρταση.
ακουστικό νευρίνωμα (acoustic neuroma) καλοήθης όγκος εγκεφάλου. Βλ. ακουστικό νευρίνωμα.
ακουστικό νεύρο (acoustic nerve) είναι το 8ο κρανιακό νεύρο (το ένα τμήμα του – το άλλο είναι το αιθουσαίο νεύρο) που ελέγχει την ακοή.
αλαλία (mutism) ή αλλιώς βωβότητα. Σπάνια διαταραχή στην ομιλία, κατά την οποία ο ασθενής είναι νωθρός, δεν ομιλεί, αλλά δείχνει να κατανοεί, κοιτάει «εμβρόντητος» κλπ. Τη συναντάμε πχ σε παθήσεις της παρεγκεφαλίδας.
αλεξία (alexia) η δυσκολία στην ανάγνωση.
Alzheimer (νόσος) (Alzheimer's disease) εκφυλιστική νόσος του εγκεφάλου, με κύριο χαρακτηριστικό την απώλεια μνήμης. Βλ την ενότητα Alzheimer.
αναπλαστικό αστροκύτωμα (anaplastic astrocytoma) είναι το 3ο στάδιο του αστροκυτώματος. Κακοήθης όγκος εγκεφάλου. Αντιμετωπίζεται με χειρουργική επέμβαση, ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία. Βλ. γλοίωμα χαμηλής κακοήθειας.
αναριθμησία (acalculia) η ανικανότητα να κάνει ο ασθενής απλές αριθμητικές πράξεις πχ πρόσθεση, αφαίρεση κλπ.
ανεύρυσμα (aneurysm) πολύ επικίνδυνη αγγειακή δυσπλασία στην οποία ένα τμήμα του αγγείου προοδευτικά διογκώνεται με κίνδυνο να σπάσει και να προκαλέσει την πολύ επικίνδυνη υπαραχνοειδή αιμορραγία. Βλ. ανεύρυσμα εγκεφάλου.
ανισοκορία (anisocoria) όταν το μέγεθος της μίας κόρης του οφθαλμού, είναι μεγαλύτερο από το άλλο. Αν η διαφορά είναι 1 mm, θεωρείται φυσιολογικό. Η ανισοκορία συνήθως σημαίνει σοβαρή και επείγουσα βλάβη σε κάποιο τμήμα του εγκεφάλου. Παράδειγμα : ασθενής που χτύπησε στο κεφάλι του, είναι σε λήθαργο και εμφανίζει ανισοκορία, είναι πολύ πιθανόν να έχει ένα μεγάλο ενδοκρανιακό αιμάτωμα και να χρειάζεται επειγόντως αξονική τομογραφία και χειρουργείο.
άνοια σύνολο από συμπτώματα που έχουν ως χαρακτηριστικό την έκπτωση των γνωσιακών λειτουργιών όπως η μνήμη, η κρίση, ο προσανατολισμός κ.ο.κ. Βλ την ενότητα άνοια.
ανοσμία (anosmia) η ελάττωση ή και εξάλειψη της όσφρησης. Βλ. την ενότητα ανοσμία.
αντανακλαστικό (reflex) αντίδραση του νευρικού συστήματος σε ένα ερέθισμα πχ στην πλήξη της επιγονατίδας. Τα αντανακλαστικά είναι πολύτιμο μέρος της νευρολογικής εξέτασης. Η δοκιμασία γίνεται συνήθως με ειδικό εργαλείο που ονομάζεται νευρολογικό σφυράκι (reflex hammer). Αύξηση των αντανακλαστικών, εμφανίζεται φυσιολογικά σε αγχώδη άτομα, αλλά και σε παθήσεις του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού πχ αυχενική μυελοπάθεια, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο κ.ο.κ. Ελάττωση των αντανακλαστικών έχουμε σε παθήσεις των περιφερικών νεύρων πχ οσφυϊκή δισκοκήλη, πολυνευροπάθεια.
αντιεπιληπτικά φάρμακα (antiepileptic drugs) κατηγορία φαρμάκων κατά της επιληψίας, που χρησιμοποιούνται συχνά στη νευροχειρουργική. Βλ. αντιεπιληπτικά φάρμακα.
άξονας (axon) η λεπτή και μακριά προεξοχή ενός νευρικού κυττάρου, η οποία μεταφέρει νευρικά ερεθίσματα. Περιβάλλεται από την μυελίνη, όπως ένα καλώδιο έχει πλαστικό περίβλημα γύρω από το σύρμα. Όταν καταστρέφεται το περίβλημα της μυελίνης, η κατάσταση ονομάζεται απομυελίνωση.
αξονική αγγειογραφία (CT angiography ή CTA) σύγχρονη μορφή της αξονικής τομογραφίας, που εμφανίζει παραπλήσια εικόνα με αυτή της ψηφιακής αγγειογραφίας.
αξονική τομογραφία (computerized tomography ή CT) απεικονιστική εξέταση του σώματος. Βλ. την ενότητα αξονική τομογραφία.
απαγωγό νεύρο (abducens nerve) είναι το 6ο κρανιακό νεύρο που όπως λέει το όνομά του απάγει (δηλ. απομακρύνει) τον οφθαλμικό βολβό. Στην παράλυση του απαγωγού νεύρου, ο ασθενής δεν μπορεί να κοιτάξει προς τα έξω.
άποιος διαβήτης (diabetes insipidus) πολυουρία, κατά την οποία αποβάλλονται μεγάλες ποσότητες αραιών ούρων (σε βαριές περιπτώσεις τα ούρα μοιάζουν με νερό). Προκαλείται από διαταραχή στον υποθάλαμο ή στα νεφρά. Στην νευροχειρουργική, ο άποιος διαβήτης παρατηρείται –συνήθως λίγες ημέρες- μετά από χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης αδενώματος υπόφυσης.
απομυελίνωση (demyelination) η καταστροφή του περιβλήματος από μυελίνη στα νευρικά κύτταρα. Οι παθήσεις που χαρακτηρίζονται από απομυελίνωση ονομάζονται απομυελινωτικές (demyelinating), με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πολλαπλή σκλήρυνση.
απόστημα εγκεφαλικό (cerebral abscess) συλλογή πύου μέσα στον εγκέφαλο. Προκαλείται από επέκταση μιας μικροβιακής λοίμωξης από κάποιο άλλο σημείο πχ από μια ωτίτιδα. Η εικόνα στην μαγνητική τομογραφία μοιάζει με έναν όγκο εγκεφάλου, αλλά υπάρχουν ειδικά ακτινολογικά σημεία που ξεχωρίζουν τις δύο παθήσεις. Σε περίπτωση αμφιβολίας, χρειάζεται χειρουργική επέμβαση για να ληφθεί βιοψία και να σταλούν καλλιέργειες.
αραχνοειδής κύστη (arachnoid cyst) βλ. την ενότητα αραχνοειδής κύστη.
αραχνοειδής μήνιγγα (arachnoid mater) μια από τις 3 μήνιγγες (περιβλήματα) του εγκεφάλου. Είναι πολύ λεπτή, εξ’ ου και αραχνοειδής. Ο χώρος κάτω από αυτή τη μήνιγγα λέγεται υπαραχνοειδής. Βλ. υπαραχνοειδής αιμορραγία.
αραχνοειδίτιδα (arachnoiditis) φλεγμονή της αραχνοειδούς μήνιγγας, από διάφορες αιτίες πχ λοίμωξη, χειρουργική επέμβαση, φάρμακα, παρουσία αίματος κ.ο.κ.
αρτηριοφλεβική δυσπλασία (arteriovenous malformation ή AVM) βλ. αρτηριοφλεβική δυσπλασία.
αστροκύτωμα (astrocytoma) ένας πρωτοπαθής όγκος εγκεφάλου, με διάφορα στάδια (από 1 ως 4). Βλ. γλοίωμα χαμηλής κακοήθειας (αστροκύτωμα).
άτλας (atlas) ο πρώτος αυχενικός σπόνδυλος, που βρίσκεται σε άμεση επαφή με το κρανίο. Το όνομα παραπέμπει στον μυθικό ήρωα Άτλαντα, που σήκωνε στους ώμους του τη γήινη σφαίρα.
ατροφία (atrophy) η απώλεια μυϊκής μάζας, λόγω παράλυσης ενός η περισσοτέρων μυών. Χρειάζεται αρκετές μέρες ή και εβδομάδες για να εμφανιστεί ατροφία, όταν αρχίσει η παράλυση.
αύρα (aura) τα πρόδρομα φαινόμενα πριν από την έναρξη μιας επιληπτικής κρίσης (δεν υπάρχουν πάντα). Παράδειγμα αύρας είναι ο ασθενής να νιώθει ενόχληση στο στομάχι του.
αυτόνομο νευρικό σύστημα (autonomic nervous system) μέρος του νευρικού συστήματος που ελέγχει ακούσια και ασυνείδητα (δηλ. χωρίς τη θέλησή μας και χωρίς να το συνειδητοποιούμε) κάποιες βασικές λειτουργίες του οργανισμού μας όπως ο καρδιακός ρυθμός, η πέψη των τροφών, η εφίδρωση κ.ο.κ. Χωρίζεται σε δύο τμήματα, το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα (sympathetic and parasympathetic nervous system). Τα δύο τμήματα δρουν συχνά με αντίθετα αποτελέσματα. Παράδειγμα : στον καρδιακό ρυθμό, όταν ενεργεί το συμπαθητικό κομμάτι, έχουμε ταχυκαρδία. Αντιθέτως, όταν ενεργεί το παρασυμπαθητικό κομμάτι, έχουμε βραδυκαρδία.
αυχενική δυσκαμψία (neck stiffness ή nuchal rigidity) δυσκολία στις κινήσεις του αυχένα. Στην πράξη λέμε ότι κάποιος έχει αυχενική δυσκαμψία όταν δεν μπορεί να σκύψει το κεφάλι τόσο ώστε να ακουμπήσει το πηγούνι στο στήθος του. Όταν συμβαίνει ως χρόνιο φαινόμενο, είναι φυσιολογική πχ σε ηλικιωμένους ανθρώπους, λόγω εκφυλιστικών αλλοιώσεων στον αυχένα. Όταν όμως εμφανίζεται αιφνιδίως, είναι σημάδι σοβαρών παθήσεων όπως η μηνιγγίτιδα και η υπαραχνοειδής αιμορραγία.
αφαίρεση (absence seizure) μορφή επιληπτικής κρίσης (λέγεται και petit mal, δηλ. “μικρό κακό”, σε αντίθεση με την γενικευμένη επιληπτική κρίση –grand mal- ) κατά την οποία ο ασθενής αιφνίδια χάνει για λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα την αίσθηση του περιβάλλοντος, μοιάζει σα να «χαζεύει», κοιτάει απλανώς κλπ. Μπορεί να συνοδεύεται από τινάγματα των χεριών, ανοιγοκλείσιμο των ματιών κλπ. Ο ασθενής συνήθως επανέρχεται εξ΄ ίσου αιφνίδια. Η κρίση μπορεί να πυροδοτηθεί από φωτεινές λάμψεις (πχ στα βιντεοπαιχνίδια), κούραση, stress κλπ. Η αφαίρεση αντιμετωπίζεται φαρμακευτικά.
αφασία (aphasia) η διαταραχή του λόγου κατά την οποία δεν γίνεται δυνατή η εκφορά του λόγου (εκπομπή και αντίληψη). Βλ. δυσκολία στην ομιλία.
βαλπροϊκό (valproic) ένα από τα αντιεπιληπτικά φάρμακα.
βασικά γάγγλια (basal ganglia) ομάδα πυρήνων στο κέντρο του εγκεφάλου, που σχετίζεται με την κίνηση. Ανήκει στο εξωπυραμιδικό νευρικό σύστημα.
βασική αρτηρία (basilar artery) μεγάλης σημασίας αρτηρία στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Η απόφραξή της πχ σε αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο προκαλεί βαριά αναπηρία ή θάνατο.
βλεφαρόπτωση (ptosis) είναι η πτώση του άνω βλεφάρου, που προκαλείται από την παράλυση των μυών που προκαλούν την ανύψωσή του. Παράδειγμα : βλεφαρόπτωση παρατηρείται σε πάρεση του κοινού κινητικού νεύρου.
βραχιόνιο πλέγμα (brachial plexus) σύνολο νεύρων που αρχίζει στην περιοχή του τραχήλου. Από το βραχιόνιο πλέγμα προέρχονται τα 2 μεγάλα νεύρα του άνω άκρου, δηλ. το μέσο νεύρο (βλ. σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα ) και το κερκιδικό νεύρο.
βρεγματικός λοβός (parietal lobe) ένας από τους 4 λοβούς του εγκεφάλου. Βρίσκεται πίσω από το μετωπιαίο λοβό και περιέχει πολλά κέντρα πχ για την αισθητικότητα, την οπτική οδό, τον προσανατολισμό στο χώρο, τη διάκριση δεξιού – αριστερού κλπ.
γεφυρο-παρεγκεφαλιδική γωνία (cerebello-pontine angle) περιοχή στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, όπου διέρχεται το 8ο κρανιακό νεύρο. Είναι το σημείο όπου εντοπίζονται όγκοι εγκεφάλου όπως το ακουστικό νευρίνωμα.
γλοίωμα (glioma) όγκος εγκεφάλου που προκαλείται από τα κύτταρα της γλοίας (glial cells). Βλ. γλοίωμα χαμηλής κακοήθειας.
γλωσσοφαρυγγικό νεύρο (glossopharyngeal nerve) είναι το 9ο κρανιακό νεύρο, που ελέγχει, όπως λέει και το όνομά του την κίνηση της γλώσσας και των μυών του φάρυγγα.
διαλείπουσα χωλότητα (intermittent claudication) σύμπτωμα κατά το οποίο ο ασθενής, βαδίζει μια ορισμένη απόσταση και σταματάει τη βάδιση (χωλαίνει), λόγω πόνου και μουδιάσματος στο ένα ή και στα δύο πόδια. Λίγο μετά, ο πόνος και το μούδιασμα παρέρχονται και ο ασθενής μπορεί και πάλι να αρχίσει να περπατάει. Προκαλείται είτε από πάθηση στης σπονδυλικής στήλης με πίεση των νεύρων στην οσφύ (μέση) (νευρογενής διαλείπουσα χωλότητα), είτε από πάθηση των αγγείων των κάτω άκρων (αγγειογενής διαλείπουσα χωλότητα).
διασφηνοειδική (transsphenoidal) μέθοδος νευροχειρουργικής επέμβασης από τη μύτη, μέσω του σφηνοειδούς κόλπου. Χρησιμοποιείται για την αφαίρεση ενός αδενώματος υπόφυσης.
διαχωρισμός (dissection) πάθηση κατά την οποία διαχωρίζεται το τοίχωμα ενός αγγείου πχ της καρωτίδας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ροής του αίματος προς τον εγκέφαλο δηλ. την πρόκληση παροδικού ή μόνιμου ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Προκαλείται είτε αυτόματα, είτε από τραυματισμό πχ από ένα χτύπημα στον τράχηλο.
δισκοκήλη άλλη ονομασία για την κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου. Βλ αυχενική δισκοκήλη και οσφυϊκή δισκοκήλη.
δίσκος μεσοσπονδύλιος (intervertebral disc) βασικό στοιχείο της σπονδυλικής στήλης, που παρεμβάλλεται σαν μαξιλάρι, ανάμεσα σε δύο γειτονικούς σπονδύλους, εξ’ ου και ο όρος «μεσοσπονδύλιος». Αποτελείται από ένα εξωτερικό ινώδες περίβλημα (ινώδης δακτύλιος) και ένα πυρήνα με μαλακή σύσταση (πηκτοειδής πυρήνας). Η ρήξη και η έξοδος μέρους του μεσοσπονδυλίου δίσκου, ονομάζεται δισκοκήλη ή κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου και αποτελεί συχνότατη πάθηση. Βλ. οσφυϊκή δισκοκήλη και αυχενική δισκοκήλη.
δυστονία (dystonia) είναι το νευρολογικό σύμπτωμα κατά το οποίο οι μύες συσπώνται και ο ασθενής παίρνει διάφορες παθολογικές στάσεις πχ στροφή του κεφαλιού κλπ. Η δυστονία ανήκει στις ακούσιες κινητικές διαταραχές (δηλ. κινήσεις που γίνονται χωρίς τη θέλησή μας) όπως ο τρόμος, η μυοκλονία, η επιληπτική κρίση κλπ. Εμφανίζεται είτε εκ γενετής, είτε λόγω φαρμάκων, λοιμώξεων κλπ.
εγκεφαλίτιδα (encephalitis) λοίμωξη του εγκεφάλου. Συνήθως συνδυάζεται με τη μηνιγγίτιδα, δηλ. έχουμε μηνιγγοεγκεφαλίτιδα. Προκαλεί συμπτώματα όπως άνοια, απάθεια, σύγχυση κλπ. Οφείλεται σε ιούς, μικρόβια κλπ.
εγκεφαλονωτιαίο υγρό (cerebrospinal fluid) υγρό άοσμο, άχρωμο (σαν το νερό) το οποίο βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλο (σε χώρους που ονομάζονται κοιλίες) και γύρω από αυτόν. Ομοίως βρίσκεται μέσα και γύρω από το νωτιαίο μυελό. Η ποσότητά του στο ανθρώπινο σώμα είναι περίπου 150 ml. Το υγρό κυκλοφορεί συνεχώς μέσα στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Μπορούμε να αφαιρέσουμε μικρή ποσότητα υγρού με οσφυονωτιαία παρακέντηση, για να το εξετάσουμε. Όταν το εγκεφαλονωτιαίο υγρό παγιδεύεται μέσα στον εγκέφαλο και δεν κυκλοφορεί φυσιολογικά, οι κοιλιές του εγκεφάλου διογκώνονται (Βλ. την ενότητα υδροκέφαλος )
εγκολεασμός (herniation) είναι ένα επικίνδυνο αποτέλεσμα της μεγάλης ενδοκρανιακής πίεσης πχ από μια κρανιοεγκεφαλική κάκωση : ο εγκέφαλος, ο οποίος λόγω μεγάλης περιεκτικότητας σε νερό, είναι μαλακός και ευπίεστος, πιέζεται πάνω σε ένα ακίνητο τμήμα του κρανίου και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απειλείται με νέκρωση. Ο εγκολεασμός μπορεί να είναι χρόνιο φαινόμενο (όπως συμβαίνει με τους όγκους εγκεφάλου ) αλλά και αιφνίδιας έναρξης. Ο εγκολεασμός είναι ένδειξη για νευροχειρουργική επέμβαση, συνήθως επείγουσα.
εμβοές (tinnitus) βουίσματα, που οφείλονται σε παθήσεις του ακουστικού νεύρου.
εμπίεσμα (depressed skull fracture) το είδος του κατάγματος κρανίου, κατά το οποίο τα σπασμένα κομμάτια του οστού, εισέρχονται μέσα στο κρανίο και πιέζουν τον εγκέφαλο. Συνήθως χρειάζεται νευροχειρουργική επέμβαση. Βλ την ενόητητα κάκωση κεφαλής.
έμφρακτο εγκεφαλικό (cerebral infarct) νεκρωμένη περιοχή του εγκεφάλου, που προκύπτει από παρεμπόδιση της ροής του αίματος προς αυτόν, ως αποτέλεσμα ενός ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.
ενδοκράνια πίεση (intracranial pressure ή ICP) μέσα στο κρανίο, υπάρχει ο εγκέφαλος, τα αγγεία (αρτηρίες και φλέβες) και οι κοιλίες που είναι γεμάτες με εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Αν αυξηθεί κάτι από αυτά τα στοιχεία, αυξάνεται η πίεση που ασκείται πάνω στον εγκέφαλο (ενδοκράνια πίεση). Για παράδειγμα, αν ραγεί (σπάσει) ένα αγγείο και έχουμε αιμορραγία μέσα στον εγκέφαλο, ή αν το εγκεφαλονωτιαίο υγρό αυξηθεί όπως στον υδροκέφαλο ή τέλος αν ο ίδιος ο εγκέφαλος αυξηθεί σε μάζα όπως όταν έχουμε εγκεφαλικό οίδημα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο εγκέφαλος προσπαθεί να αντιρροπήσει την αυξημένη πίεση που του ασκείται, δεδομένου ότι βρίσκεται μέσα σε μια σκληρή και άκαμπτη κοιλότητα (στο κρανίο). Αν η αντιρρόπηση αποτύχει, μετά από ένα ορισμένο όριο πίεσης, τότε ο εγκέφαλος επηρεάζεται και έχουμε νευρολογικά συμπτώματα, που ξεκινάνε από πονοκέφαλο και εμετό, και εξελίσσονται σε αδυναμία στα χέρια ή τα πόδια και στο τέλος ο πάσχων πέφτει σε κώμα και χάνει τη ζωή του. Η φυσιολογική ενδοκράνια πίεση είναι από 7 έως 15 mmHg (χιλιοστά στήλης υδραργύρου). Η άνοδος πάνω από το 15-20 mmHg ονομάζεται ενδοκράνια υπέρταση (intracranial hypertension) ενώ ή πτώση κάτω από 7 mmHg ονομάζεται ενδοκράνια υπόταση (intracranial hypotension).
εξόφθαλμος (exophthalmos) η προβολή του οφθαλμικού βολβού προς τα μπροστά, που οφείλεται πχ σε νόσο του θυρεοειδούς.
εξωπυραμιδικό σύστημα (extrapyramidal system) μέρος του νευρικού συστήματος που ασχολείται με το συντονισμό των κινήσεων (σε αντίθεση με το πυραμιδικό σύστημα που ασχολείται με τις εκούσιες κινήσεις). Βασικό κέντρο του εξωπυραμιδικού συστήματος είναι τα βασικά γάγγλιά. (βλ.λ.)
επιληψία (epilepsy) η νόσος που έχει ως χαρακτηριστικό την επιληπτική κρίση. Βλ. την ενότητα επιληπτική κρίση - επιληψία.
επισκληρίδιο αιμάτωμα (epidural hematoma) αιμάτωμα έξω από τον εγκέφαλο, πάνω από τη σκληρά μήνιγγα όπως λέει και το όνομά του. Προκαλείται από μια κάκωση κεφαλής. Συνήθως απαιτείται επείγουσα νευροχειρουργική επέμβαση.
► καλέστε στο 210 220 1617 (όλο το 24ωρο, 365 ημέρες το χρόνο) και ζητείστε ένα ραντεβού με ένα γιατρό του Neurocenter.gr