τόνος μυϊκός (muscle tone) όλοι οι μύες του ανθρώπινου σώματος βρίσκονται σε συνεχή μερική σύσπαση (δηλ. δεν είναι εντελώς χαλαροί). Το φαινόμενο αυτό λέγεται μυϊκός τόνος και βοηθάει πχ στην διατήρηση της όρθιας θέσης. Ο μυϊκός τόνος υποχωρεί στη φάση REM του ύπνου. Η αύξηση του μυϊκού τόνου λέγεται υπερτονία, ενώ η ελάττωση λέγεται υποτονία.
τρίδυμο νεύρο (trigeminal nerve) το 5ο κρανιακό νεύρο, που ελέγχει την αισθητικότητα σε όλο το πρόσωπο και την λειτουργία των μυών που βοηθούν στη μάσηση. Αποτελείται από 3 κλάδους (εξ ου και τρίδυμο). Η βλάβη του νεύρου αυτού προκαλεί τη νευραλγία τριδύμου (βλ. λ.).
τρόμος (tremor) ακούσιες διαδοχικές κινήσεις των μυών ενός άκρου (κοινώς : τρέμουλο). Βλ. την ενότητα τρόμος.
τροχιλιακό νεύρο (trochlear nerve) το 4ο κρανιακό νεύρο. Είναι ένα από τα τρία οφθαλμοκινητικά νεύρα, δηλ. τα νεύρα που ελέγχουν την κίνηση των ματιών. Τα άλλα δύο είναι το κοινό κινητικό (3ο) και το απαγωγό (6ο).
υδροκέφαλος (hydrocephalus) διόγκωση του κοιλιακού συστήματος. Βλ. την ενότητα υδροκέφαλος.
υπαραχνοειδής αιμορραγία (subarachnoid hemorrhage) επικίνδυνη μορφή εγκεφαλικής αιμορραγίας, συχνά προκαλείται από ρήξη ενός ανευρύσματος εγκεφάλου. Βλ. υπαραχνοειδής αιμορραγία.
υπερτονία (hypertonia) αύξηση του μυϊκού τόνου (το αντίθετο είναι η υποτονία). Ο μυς είναι σκληρός στην υφή και χαρακτηριστικά οι κινήσεις στις αρθρώσεις γίνονται δύσκολα. Παρατηρείται σε παθήσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος πχ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, πολλαπλή σκλήρυνση, αυχενική μυελοπάθεια κ.ο.κ.
υπογλώσσιο νεύρο (hypoglossal nerve) το 12ο κρανιακό νεύρο, που ελέγχει την κίνηση της γλώσσας.
υποσκληρίδιο αιμάτωμα (subdural hematoma) ενδοκρανιακό αιμάτωμα που βρίσκεται κάτω από τη σκληρά μήνιγγα. Βλ. την ενότητα κάκωση κεφαλής και χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα.
υποτονία (hypotonia) ελάττωση του μυϊκού τόνου (το αντίθετο είναι η υπερτονία). Οφείλεται σε διάφορα αίτια πχ παθήσεις της παρεγκεφαλίδας, κάκωση κεφαλής κ.ο.κ.
υπόφυση (pituitary gland) ενδοκρινής αδένας που εντοπίζεται στο εγκέφαλο. Βλ. την ενότητα αδένωμα υπόφυσης.
υποφυσιακή ανεπάρκεια (pituitary insufficiency) η ελάττωση στην παραγωγή των ορμονών της υπόφυσης, που προκαλείται όταν ο αδένας (υπόφυση) πιέζεται από ένα αδένωμα υπόφυσης, σε κακώσεις κεφαλής, μηνιγγίτιδα, υποφυσιακή αποπληξία, ακτινοθεραπεία, μετά από χειρουργικές επεμβάσεις κ.ο.κ. Εκδηλώνεται -ανάλογα με το ποιά ορμόνη λείπει- με υποθυρεοειδισμό, διαταραχές περιόδου και libido, εύκολη κόπωση κ.ο.κ. Όταν υπολειτουργεί όλη η υπόφυση, η κατάσταση ονομάζεται πανυποϋποφυσισμός (panhypopituitarism).
υποφυσιακή αποπληξία (pituitary apoplexy) σπάνια μορφή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, όπου υπάρχει αιμορραγία στην περιοχή του τουρκικού εφιππίου. Βλ. αδένωμα υπόφυσης.
φλοιός εγκεφαλικός (cerebral cortex) το εξωτερικό στρώμα (φλοιός = φλούδα) του εγκεφάλου. Ονομάζεται και φαιά ουσία, σε αντιδιαστολή με τη λευκή ουσία (βλ. λ.).
χόρδωμα (chordoma) σπάνιος όγκος του κεντρικού νευρικού συστήματος, που εντοπίζεται στη βάση του κρανίου ή στο ιερό οστούν. Ο όγκος χαρακτηρίζεται ιστολογικά ως καλοήθης, αλλά η εκτεταμένη διήθηση των οστών και των νεύρων κάνει την αντιμετώπιση δύσκολη. Η θεραπεία περιλαμβάνει χειρουργική αφαίρεση και ακτινοθεραπεία.
χορεία (chorea) μορφή ακούσιας κίνησης, στην οποία συμμετέχουν διάφοροι μύες και το αποτέλεσμα μοιάζει με χορό, εξ ου και η λέξη.
► καλέστε στο 210 220 1617 (όλο το 24ωρο, 365 ημέρες το χρόνο) και ζητείστε ένα ραντεβού με ένα γιατρό του Neurocenter.gr